καυκαλίδα — καυκαλίδα, η και καυκαλήθρα, η το φυτό καυκαλίδα: Του αρέσουν οι καυκαλίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυκαλίδα — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυκαλίδ' — καυκαλίδα , καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg καυκαλίδι , καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg καυκαλίδε , καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκαμα — κίκαμα, τὰ, στον Ησύχ. κικαμία, ἡ (Α) είδος λάχανου όμοιου με την καυκαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. είναι χαρακτηριστική ονομασιών φυτών (πρβλ. σήσ αμα)] … Dictionary of Greek
καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] … Dictionary of Greek
καυκαλίς — καυκαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. καυκαλίδα … Dictionary of Greek
καύκον — καῡκον, τὸ (Α) η καυκαλίδα … Dictionary of Greek
τουργενία — η, Ν βοτ. σκιαδοφόρο φυτό συγγενές με την καυκαλίδα … Dictionary of Greek