καυκαλίδα

καυκαλίδα
Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 5,50 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στην δυτική ακτή της Ηλείας, κοντά στο ακρωτήριο Κυλλήνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάστρου-Κυλλήνης του νομού Ηλείας.
* * *
η (ΑΜ καυκαλίς, -ίδος)
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών σκιαδανθών και τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καυκαλίδα — καυκαλίδα, η και καυκαλήθρα, η το φυτό καυκαλίδα: Του αρέσουν οι καυκαλίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυκαλίδα — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδ' — καυκαλίδα , καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg καυκαλίδι , καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg καυκαλίδε , καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκαμα — κίκαμα, τὰ, στον Ησύχ. κικαμία, ἡ (Α) είδος λάχανου όμοιου με την καυκαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. είναι χαρακτηριστική ονομασιών φυτών (πρβλ. σήσ αμα)] …   Dictionary of Greek

  • καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • καυκαλίς — καυκαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. καυκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • καύκον — καῡκον, τὸ (Α) η καυκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • τουργενία — η, Ν βοτ. σκιαδοφόρο φυτό συγγενές με την καυκαλίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”